Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοήμερος
μονόθεν
μονοθρηνέω
μονόθυρος
μονοίκητος
μονοκάλαμος
μονόκαμπτος
μονόκαυλος
μονοκέλης
μονοκένταυρος
μονόκερως
μονοκέφαλος
μονόκλαδος
μονόκλαυτος
μονοκληρονόμος
μονόκλινον
μονόκλιτος
μονόκλωνος
μονόκνημος
μονοκοίλιος
μονοκοιτέω
View word page
μονόκερως
with but one horn

ShortDef

with but one horn

Debugging

Headword:
μονόκερως
Headword (normalized):
μονόκερως
Headword (normalized/stripped):
μονοκερως
IDX:
57735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57736
Key:

Data

{'content': 'with but one horn'}