Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόζωος
μονοήμερος
μονόθεν
μονοθρηνέω
μονόθυρος
μονοίκητος
μονοκάλαμος
μονόκαμπτος
μονόκαυλος
μονοκέλης
μονοκένταυρος
μονόκερως
μονοκέφαλος
μονόκλαδος
μονόκλαυτος
μονοκληρονόμος
μονόκλινον
μονόκλιτος
μονόκλωνος
μονόκνημος
μονοκοίλιος
View word page
μονοκένταυρος
man with ox's head

ShortDef

man with ox's head

Debugging

Headword:
μονοκένταυρος
Headword (normalized):
μονοκένταυρος
Headword (normalized/stripped):
μονοκενταυρος
IDX:
57734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57735
Key:

Data

{'content': "man with ox's head"}