Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόζωνος
μονόζωος
μονοήμερος
μονόθεν
μονοθρηνέω
μονόθυρος
μονοίκητος
μονοκάλαμος
μονόκαμπτος
μονόκαυλος
μονοκέλης
μονοκένταυρος
μονόκερως
μονοκέφαλος
μονόκλαδος
μονόκλαυτος
μονοκληρονόμος
μονόκλινον
μονόκλιτος
μονόκλωνος
μονόκνημος
View word page
μονοκέλης
a single horse

ShortDef

a single horse

Debugging

Headword:
μονοκέλης
Headword (normalized):
μονοκέλης
Headword (normalized/stripped):
μονοκελης
IDX:
57733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57734
Key:

Data

{'content': 'a single horse'}