Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόζυξ
μονόζωνος
μονόζωος
μονοήμερος
μονόθεν
μονοθρηνέω
μονόθυρος
μονοίκητος
μονοκάλαμος
μονόκαμπτος
μονόκαυλος
μονοκέλης
μονοκένταυρος
μονόκερως
μονοκέφαλος
μονόκλαδος
μονόκλαυτος
μονοκληρονόμος
μονόκλινον
μονόκλιτος
μονόκλωνος
View word page
μονόκαυλος
with but one stem

ShortDef

with but one stem

Debugging

Headword:
μονόκαυλος
Headword (normalized):
μονόκαυλος
Headword (normalized/stripped):
μονοκαυλος
IDX:
57732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57733
Key:

Data

{'content': 'with but one stem'}