Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονοείλητος
μονόζυξ
μονόζωνος
μονόζωος
μονοήμερος
μονόθεν
μονοθρηνέω
μονόθυρος
μονοίκητος
μονοκάλαμος
μονόκαμπτος
μονόκαυλος
μονοκέλης
μονοκένταυρος
μονόκερως
μονοκέφαλος
μονόκλαδος
μονόκλαυτος
μονοκληρονόμος
μονόκλινον
μονόκλιτος
View word page
μονόκαμπτος
with one bend
ShortDef
with one bend
Debugging
Headword:
μονόκαμπτος
Headword (normalized):
μονόκαμπτος
Headword (normalized/stripped):
μονοκαμπτος
IDX:
57731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57732
Key:
Data
{'content': 'with one bend'}