Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοειδής
μονοείλητος
μονόζυξ
μονόζωνος
μονόζωος
μονοήμερος
μονόθεν
μονοθρηνέω
μονόθυρος
μονοίκητος
μονοκάλαμος
μονόκαμπτος
μονόκαυλος
μονοκέλης
μονοκένταυρος
μονόκερως
μονοκέφαλος
μονόκλαδος
μονόκλαυτος
μονοκληρονόμος
μονόκλινον
View word page
μονοκάλαμος
with a single stalk

ShortDef

with a single stalk

Debugging

Headword:
μονοκάλαμος
Headword (normalized):
μονοκάλαμος
Headword (normalized/stripped):
μονοκαλαμος
IDX:
57730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57731
Key:

Data

{'content': 'with a single stalk'}