Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοείδεια
μονοειδής
μονοείλητος
μονόζυξ
μονόζωνος
μονόζωος
μονοήμερος
μονόθεν
μονοθρηνέω
μονόθυρος
μονοίκητος
μονοκάλαμος
μονόκαμπτος
μονόκαυλος
μονοκέλης
μονοκένταυρος
μονόκερως
μονοκέφαλος
μονόκλαδος
μονόκλαυτος
μονοκληρονόμος
View word page
μονοίκητος
dwelling alone, solitary

ShortDef

dwelling alone, solitary

Debugging

Headword:
μονοίκητος
Headword (normalized):
μονοίκητος
Headword (normalized/stripped):
μονοικητος
IDX:
57729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57730
Key:

Data

{'content': 'dwelling alone, solitary'}