Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναίτιος
ἀναιχμάλωτος
ἀναιωρέω
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθαρμα
ἀνακάθαρσις
ἀνακαθαρτικός
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαινίζω
ἀνακαίνισις
ἀνακαινόω
ἀνακαίνωσις
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλλύνω
ἀνακαλπάζω
ἀνακαλυπτήρια
ἀνακαλύπτω
ἀνακαμπή
View word page
ἀνακαινίζω
renew

ShortDef

renew

Debugging

Headword:
ἀνακαινίζω
Headword (normalized):
ἀνακαινίζω
Headword (normalized/stripped):
ανακαινιζω
IDX:
5772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5773
Key:

Data

{'content': 'renew'}