Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονόδροπος
μονοείδεια
μονοειδής
μονοείλητος
μονόζυξ
μονόζωνος
μονόζωος
μονοήμερος
μονόθεν
μονοθρηνέω
μονόθυρος
μονοίκητος
μονοκάλαμος
μονόκαμπτος
μονόκαυλος
μονοκέλης
μονοκένταυρος
μονόκερως
μονοκέφαλος
μονόκλαδος
μονόκλαυτος
View word page
μονόθυρος
with one leaf
ShortDef
with one leaf
Debugging
Headword:
μονόθυρος
Headword (normalized):
μονόθυρος
Headword (normalized/stripped):
μονοθυρος
IDX:
57728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57729
Key:
Data
{'content': 'with one leaf'}