Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόδραχμος
μονόδροπος
μονοείδεια
μονοειδής
μονοείλητος
μονόζυξ
μονόζωνος
μονόζωος
μονοήμερος
μονόθεν
μονοθρηνέω
μονόθυρος
μονοίκητος
μονοκάλαμος
μονόκαμπτος
μονόκαυλος
μονοκέλης
μονοκένταυρος
μονόκερως
μονοκέφαλος
μονόκλαδος
View word page
μονοθρηνέω
mourn in solitude

ShortDef

mourn in solitude

Debugging

Headword:
μονοθρηνέω
Headword (normalized):
μονοθρηνέω
Headword (normalized/stripped):
μονοθρηνεω
IDX:
57727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57728
Key:

Data

{'content': 'mourn in solitude'}