Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
μονόδραχμος
μονόδροπος
μονοείδεια
μονοειδής
μονοείλητος
μονόζυξ
μονόζωνος
μονόζωος
μονοήμερος
μονόθεν
μονοθρηνέω
μονόθυρος
μονοίκητος
μονοκάλαμος
μονόκαμπτος
μονόκαυλος
μονοκέλης
μονοκένταυρος
View word page
μονόζωος
living alone, solitary

ShortDef

living alone, solitary

Debugging

Headword:
μονόζωος
Headword (normalized):
μονόζωος
Headword (normalized/stripped):
μονοζωος
IDX:
57724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57725
Key:

Data

{'content': 'living alone, solitary'}