Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονοδέσμη
μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
μονόδραχμος
μονόδροπος
μονοείδεια
μονοειδής
μονοείλητος
μονόζυξ
μονόζωνος
μονόζωος
μονοήμερος
μονόθεν
μονοθρηνέω
μονόθυρος
μονοίκητος
μονοκάλαμος
μονόκαμπτος
μονόκαυλος
View word page
μονόζυξ
yoked alone
ShortDef
yoked alone
Debugging
Headword:
μονόζυξ
Headword (normalized):
μονόζυξ
Headword (normalized/stripped):
μονοζυξ
IDX:
57722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57723
Key:
Data
{'content': 'yoked alone'}