Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοδέρκτης
μονοδέσμη
μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
μονόδραχμος
μονόδροπος
μονοείδεια
μονοειδής
μονοείλητος
μονόζυξ
μονόζωνος
μονόζωος
μονοήμερος
μονόθεν
μονοθρηνέω
μονόθυρος
μονοίκητος
μονοκάλαμος
μονόκαμπτος
View word page
μονοείλητος
simple

ShortDef

simple

Debugging

Headword:
μονοείλητος
Headword (normalized):
μονοείλητος
Headword (normalized/stripped):
μονοειλητος
IDX:
57721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57722
Key:

Data

{'content': 'simple'}