Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονοδέσμη
μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
μονόδραχμος
μονόδροπος
μονοείδεια
μονοειδής
μονοείλητος
μονόζυξ
μονόζωνος
μονόζωος
μονοήμερος
μονόθεν
μονοθρηνέω
μονόθυρος
μονοίκητος
μονοκάλαμος
View word page
μονοειδής
of one form
ShortDef
of one form
Debugging
Headword:
μονοειδής
Headword (normalized):
μονοειδής
Headword (normalized/stripped):
μονοειδης
IDX:
57720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57721
Key:
Data
{'content': 'of one form'}