Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονογράμματος
μονόγραμμος
μονογράφος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονοδέσμη
μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
μονόδραχμος
μονόδροπος
μονοείδεια
μονοειδής
μονοείλητος
μονόζυξ
μονόζωνος
μονόζωος
μονοήμερος
μονόθεν
μονοθρηνέω
View word page
μονόδραχμος
of one drachma
ShortDef
of one drachma
Debugging
Headword:
μονόδραχμος
Headword (normalized):
μονόδραχμος
Headword (normalized/stripped):
μονοδραχμος
IDX:
57717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57718
Key:
Data
{'content': 'of one drachma'}