Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόγονος
μονογράμματος
μονόγραμμος
μονογράφος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονοδέσμη
μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
μονόδραχμος
μονόδροπος
μονοείδεια
μονοειδής
μονοείλητος
μονόζυξ
μονόζωνος
μονόζωος
μονοήμερος
μονόθεν
View word page
μονοδραχμία
tax of 1 drachma

ShortDef

tax of 1 drachma

Debugging

Headword:
μονοδραχμία
Headword (normalized):
μονοδραχμία
Headword (normalized/stripped):
μονοδραχμια
IDX:
57716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57717
Key:

Data

{'content': 'tax of 1 drachma'}