Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονογόνατος
μονόγονος
μονογράμματος
μονόγραμμος
μονογράφος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονοδέσμη
μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
μονόδραχμος
μονόδροπος
μονοείδεια
μονοειδής
μονοείλητος
μονόζυξ
μονόζωνος
μονόζωος
μονοήμερος
View word page
μονόδους
one-toothed

ShortDef

one-toothed

Debugging

Headword:
μονόδους
Headword (normalized):
μονόδους
Headword (normalized/stripped):
μονοδους
IDX:
57715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57716
Key:

Data

{'content': 'one-toothed'}