Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονογνώμων
μονογόνατος
μονόγονος
μονογράμματος
μονόγραμμος
μονογράφος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονοδέσμη
μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
μονόδραχμος
μονόδροπος
μονοείδεια
μονοειδής
μονοείλητος
μονόζυξ
μονόζωνος
μονόζωος
View word page
μονόδουπος
uniform in sound

ShortDef

uniform in sound

Debugging

Headword:
μονόδουπος
Headword (normalized):
μονόδουπος
Headword (normalized/stripped):
μονοδουπος
IDX:
57714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57715
Key:

Data

{'content': 'uniform in sound'}