Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονογνωμονικός
μονογνωμοσύνη
μονογνώμων
μονογόνατος
μονόγονος
μονογράμματος
μονόγραμμος
μονογράφος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονοδέσμη
μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
μονόδραχμος
μονόδροπος
μονοείδεια
μονοειδής
μονοείλητος
μονόζυξ
View word page
μονοδέσμη
single truss

ShortDef

single truss

Debugging

Headword:
μονοδέσμη
Headword (normalized):
μονοδέσμη
Headword (normalized/stripped):
μονοδεσμη
IDX:
57712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57713
Key:

Data

{'content': 'single truss'}