Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονογνωμέω
μονογνωμονέω
μονογνωμονικός
μονογνωμοσύνη
μονογνώμων
μονογόνατος
μονόγονος
μονογράμματος
μονόγραμμος
μονογράφος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονοδέσμη
μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
μονόδραχμος
μονόδροπος
μονοείδεια
μονοειδής
View word page
μονοδάκτυλος
one-fingered
ShortDef
one-fingered
Debugging
Headword:
μονοδάκτυλος
Headword (normalized):
μονοδάκτυλος
Headword (normalized/stripped):
μονοδακτυλος
IDX:
57710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57711
Key:
Data
{'content': 'one-fingered'}