Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναιτίατος
ἀναιτιολόγητος
ἀναίτιος
ἀναιχμάλωτος
ἀναιωρέω
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθαρμα
ἀνακάθαρσις
ἀνακαθαρτικός
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαινίζω
ἀνακαίνισις
ἀνακαινόω
ἀνακαίνωσις
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλλύνω
ἀνακαλπάζω
ἀνακαλυπτήρια
View word page
ἀνακάθημαι
to sit upright

ShortDef

to sit upright

Debugging

Headword:
ἀνακάθημαι
Headword (normalized):
ἀνακάθημαι
Headword (normalized/stripped):
ανακαθημαι
IDX:
5770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5771
Key:

Data

{'content': 'to sit upright'}