Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονογέρων
μονόγληνος
μονογνωμέω
μονογνωμονέω
μονογνωμονικός
μονογνωμοσύνη
μονογνώμων
μονογόνατος
μονόγονος
μονογράμματος
μονόγραμμος
μονογράφος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονοδέσμη
μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
μονόδραχμος
μονόδροπος
View word page
μονόγραμμος
drawn with single lines, outlined
ShortDef
drawn with single lines, outlined
Debugging
Headword:
μονόγραμμος
Headword (normalized):
μονόγραμμος
Headword (normalized/stripped):
μονογραμμος
IDX:
57708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57709
Key:
Data
{'content': 'drawn with single lines, outlined'}