Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονογένεια
μονογενής
μονογέρων
μονόγληνος
μονογνωμέω
μονογνωμονέω
μονογνωμονικός
μονογνωμοσύνη
μονογνώμων
μονογόνατος
μονόγονος
μονογράμματος
μονόγραμμος
μονογράφος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονοδέσμη
μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
View word page
μονόγονος
only-born

ShortDef

only-born

Debugging

Headword:
μονόγονος
Headword (normalized):
μονόγονος
Headword (normalized/stripped):
μονογονος
IDX:
57706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57707
Key:

Data

{'content': 'only-born'}