Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόγαμος
μονογένεια
μονογενής
μονογέρων
μονόγληνος
μονογνωμέω
μονογνωμονέω
μονογνωμονικός
μονογνωμοσύνη
μονογνώμων
μονογόνατος
μονόγονος
μονογράμματος
μονόγραμμος
μονογράφος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονοδέσμη
μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
View word page
μονογόνατος
made from a single joint

ShortDef

made from a single joint

Debugging

Headword:
μονογόνατος
Headword (normalized):
μονογόνατος
Headword (normalized/stripped):
μονογονατος
IDX:
57705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57706
Key:

Data

{'content': 'made from a single joint'}