Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονογάμματος
μονόγαμος
μονογένεια
μονογενής
μονογέρων
μονόγληνος
μονογνωμέω
μονογνωμονέω
μονογνωμονικός
μονογνωμοσύνη
μονογνώμων
μονογόνατος
μονόγονος
μονογράμματος
μονόγραμμος
μονογράφος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονοδέσμη
μονοδοξέω
μονόδουπος
View word page
μονογνώμων
self-willed, wayward

ShortDef

self-willed, wayward

Debugging

Headword:
μονογνώμων
Headword (normalized):
μονογνώμων
Headword (normalized/stripped):
μονογνωμων
IDX:
57704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57705
Key:

Data

{'content': 'self-willed, wayward'}