Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονογαμέω
μονογαμία
μονογάμματος
μονόγαμος
μονογένεια
μονογενής
μονογέρων
μονόγληνος
μονογνωμέω
μονογνωμονέω
μονογνωμονικός
μονογνωμοσύνη
μονογνώμων
μονογόνατος
μονόγονος
μονογράμματος
μονόγραμμος
μονογράφος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονοδέσμη
View word page
μονογνωμονικός
self-willed
ShortDef
self-willed
Debugging
Headword:
μονογνωμονικός
Headword (normalized):
μονογνωμονικός
Headword (normalized/stripped):
μονογνωμονικος
IDX:
57702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57703
Key:
Data
{'content': 'self-willed'}