Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονόβολον
μονόβολος
μονογαμέω
μονογαμία
μονογάμματος
μονόγαμος
μονογένεια
μονογενής
μονογέρων
μονόγληνος
μονογνωμέω
μονογνωμονέω
μονογνωμονικός
μονογνωμοσύνη
μονογνώμων
μονογόνατος
μονόγονος
μονογράμματος
μονόγραμμος
μονογράφος
μονοδάκτυλος
View word page
μονογνωμέω
to be self-willed, wayward
ShortDef
to be self-willed, wayward
Debugging
Headword:
μονογνωμέω
Headword (normalized):
μονογνωμέω
Headword (normalized/stripped):
μονογνωμεω
IDX:
57700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57701
Key:
Data
{'content': 'to be self-willed, wayward'}