Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοβολέω
μονόβολον
μονόβολος
μονογαμέω
μονογαμία
μονογάμματος
μονόγαμος
μονογένεια
μονογενής
μονογέρων
μονόγληνος
μονογνωμέω
μονογνωμονέω
μονογνωμονικός
μονογνωμοσύνη
μονογνώμων
μονογόνατος
μονόγονος
μονογράμματος
μονόγραμμος
μονογράφος
View word page
μονόγληνος
one-eyed

ShortDef

one-eyed

Debugging

Headword:
μονόγληνος
Headword (normalized):
μονόγληνος
Headword (normalized/stripped):
μονογληνος
IDX:
57699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57700
Key:

Data

{'content': 'one-eyed'}