Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναίτητος
ἀναιτίατος
ἀναιτιολόγητος
ἀναίτιος
ἀναιχμάλωτος
ἀναιωρέω
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθαρμα
ἀνακάθαρσις
ἀνακαθαρτικός
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαινίζω
ἀνακαίνισις
ἀνακαινόω
ἀνακαίνωσις
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλλύνω
ἀνακαλπάζω
View word page
ἀνακαθαρτικός
promoting vomiting

ShortDef

promoting vomiting

Debugging

Headword:
ἀνακαθαρτικός
Headword (normalized):
ἀνακαθαρτικός
Headword (normalized/stripped):
ανακαθαρτικος
IDX:
5769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5770
Key:

Data

{'content': 'promoting vomiting'}