Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόβιβλος
μονοβολέω
μονόβολον
μονόβολος
μονογαμέω
μονογαμία
μονογάμματος
μονόγαμος
μονογένεια
μονογενής
μονογέρων
μονόγληνος
μονογνωμέω
μονογνωμονέω
μονογνωμονικός
μονογνωμοσύνη
μονογνώμων
μονογόνατος
μονόγονος
μονογράμματος
μονόγραμμος
View word page
μονογέρων
misanthropic old man

ShortDef

misanthropic old man

Debugging

Headword:
μονογέρων
Headword (normalized):
μονογέρων
Headword (normalized/stripped):
μονογερων
IDX:
57698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57699
Key:

Data

{'content': 'misanthropic old man'}