Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόβιβλον
μονόβιβλος
μονοβολέω
μονόβολον
μονόβολος
μονογαμέω
μονογαμία
μονογάμματος
μονόγαμος
μονογένεια
μονογενής
μονογέρων
μονόγληνος
μονογνωμέω
μονογνωμονέω
μονογνωμονικός
μονογνωμοσύνη
μονογνώμων
μονογόνατος
μονόγονος
μονογράμματος
View word page
μονογενής
only, single (child)

ShortDef

only, single (child)

Debugging

Headword:
μονογενής
Headword (normalized):
μονογενής
Headword (normalized/stripped):
μονογενης
IDX:
57697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57698
Key:

Data

{'content': 'only, single (child)'}