Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόβαφος
μονόβιβλον
μονόβιβλος
μονοβολέω
μονόβολον
μονόβολος
μονογαμέω
μονογαμία
μονογάμματος
μονόγαμος
μονογένεια
μονογενής
μονογέρων
μονόγληνος
μονογνωμέω
μονογνωμονέω
μονογνωμονικός
μονογνωμοσύνη
μονογνώμων
μονογόνατος
μονόγονος
View word page
μονογένεια
only, single (child); (n.) uniqueness

ShortDef

only, single (child); (n.) uniqueness

Debugging

Headword:
μονογένεια
Headword (normalized):
μονογένεια
Headword (normalized/stripped):
μονογενεια
IDX:
57696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57697
Key:

Data

{'content': 'only, single (child); (n.) uniqueness'}