Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μόνοβας
μονόβαφος
μονόβιβλον
μονόβιβλος
μονοβολέω
μονόβολον
μονόβολος
μονογαμέω
μονογαμία
μονογάμματος
μονόγαμος
μονογένεια
μονογενής
μονογέρων
μονόγληνος
μονογνωμέω
μονογνωμονέω
μονογνωμονικός
μονογνωμοσύνη
μονογνώμων
μονογόνατος
View word page
μονόγαμος
one who marries but once

ShortDef

one who marries but once

Debugging

Headword:
μονόγαμος
Headword (normalized):
μονόγαμος
Headword (normalized/stripped):
μονογαμος
IDX:
57695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57696
Key:

Data

{'content': 'one who marries but once'}