Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοβάμων
μόνοβας
μονόβαφος
μονόβιβλον
μονόβιβλος
μονοβολέω
μονόβολον
μονόβολος
μονογαμέω
μονογαμία
μονογάμματος
μονόγαμος
μονογένεια
μονογενής
μονογέρων
μονόγληνος
μονογνωμέω
μονογνωμονέω
μονογνωμονικός
μονογνωμοσύνη
μονογνώμων
View word page
μονογάμματος
written with one

ShortDef

written with one

Debugging

Headword:
μονογάμματος
Headword (normalized):
μονογάμματος
Headword (normalized/stripped):
μονογαμματος
IDX:
57694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57695
Key:

Data

{'content': 'written with one'}