Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοβαίας
μονοβάλανος
μονοβάμων
μόνοβας
μονόβαφος
μονόβιβλον
μονόβιβλος
μονοβολέω
μονόβολον
μονόβολος
μονογαμέω
μονογαμία
μονογάμματος
μονόγαμος
μονογένεια
μονογενής
μονογέρων
μονόγληνος
μονογνωμέω
μονογνωμονέω
μονογνωμονικός
View word page
μονογαμέω
to be the husband of one wife

ShortDef

to be the husband of one wife

Debugging

Headword:
μονογαμέω
Headword (normalized):
μονογαμέω
Headword (normalized/stripped):
μονογαμεω
IDX:
57692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57693
Key:

Data

{'content': 'to be the husband of one wife'}