Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μόννος
μονοβαίας
μονοβάλανος
μονοβάμων
μόνοβας
μονόβαφος
μονόβιβλον
μονόβιβλος
μονοβολέω
μονόβολον
μονόβολος
μονογαμέω
μονογαμία
μονογάμματος
μονόγαμος
μονογένεια
μονογενής
μονογέρων
μονόγληνος
μονογνωμέω
μονογνωμονέω
View word page
μονόβολος
in one piece
ShortDef
in one piece
Debugging
Headword:
μονόβολος
Headword (normalized):
μονόβολος
Headword (normalized/stripped):
μονοβολος
IDX:
57691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57692
Key:
Data
{'content': 'in one piece'}