Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μόνιππος
μόννος
μονοβαίας
μονοβάλανος
μονοβάμων
μόνοβας
μονόβαφος
μονόβιβλον
μονόβιβλος
μονοβολέω
μονόβολον
μονόβολος
μονογαμέω
μονογαμία
μονογάμματος
μονόγαμος
μονογένεια
μονογενής
μονογέρων
μονόγληνος
μονογνωμέω
View word page
μονόβολον
anchor

ShortDef

anchor

Debugging

Headword:
μονόβολον
Headword (normalized):
μονόβολον
Headword (normalized/stripped):
μονοβολον
IDX:
57690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57691
Key:

Data

{'content': 'anchor'}