Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναίσχυντος
ἀναίτητος
ἀναιτίατος
ἀναιτιολόγητος
ἀναίτιος
ἀναιχμάλωτος
ἀναιωρέω
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθαρμα
ἀνακάθαρσις
ἀνακαθαρτικός
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαινίζω
ἀνακαίνισις
ἀνακαινόω
ἀνακαίνωσις
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλλύνω
View word page
ἀνακάθαρσις
clearing away

ShortDef

clearing away

Debugging

Headword:
ἀνακάθαρσις
Headword (normalized):
ἀνακάθαρσις
Headword (normalized/stripped):
ανακαθαρσις
IDX:
5768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5769
Key:

Data

{'content': 'clearing away'}