Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μόνιμος
μονιμότης
μονιός
μόνιππος
μόννος
μονοβαίας
μονοβάλανος
μονοβάμων
μόνοβας
μονόβαφος
μονόβιβλον
μονόβιβλος
μονοβολέω
μονόβολον
μονόβολος
μονογαμέω
μονογαμία
μονογάμματος
μονόγαμος
μονογένεια
μονογενής
View word page
μονόβιβλον
single book
ShortDef
single book
Debugging
Headword:
μονόβιβλον
Headword (normalized):
μονόβιβλον
Headword (normalized/stripped):
μονοβιβλον
IDX:
57687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57688
Key:
Data
{'content': 'single book'}