Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονικῶς
μόνιμος
μονιμότης
μονιός
μόνιππος
μόννος
μονοβαίας
μονοβάλανος
μονοβάμων
μόνοβας
μονόβαφος
μονόβιβλον
μονόβιβλος
μονοβολέω
μονόβολον
μονόβολος
μονογαμέω
μονογαμία
μονογάμματος
μονόγαμος
μονογένεια
View word page
μονόβαφος
single-dyed
ShortDef
single-dyed
Debugging
Headword:
μονόβαφος
Headword (normalized):
μονόβαφος
Headword (normalized/stripped):
μονοβαφος
IDX:
57686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57687
Key:
Data
{'content': 'single-dyed'}