Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονίας
μονικῶς
μόνιμος
μονιμότης
μονιός
μόνιππος
μόννος
μονοβαίας
μονοβάλανος
μονοβάμων
μόνοβας
μονόβαφος
μονόβιβλον
μονόβιβλος
μονοβολέω
μονόβολον
μονόβολος
μονογαμέω
μονογαμία
μονογάμματος
μονόγαμος
View word page
μόνοβας
[lexical cite; thief]

ShortDef

[lexical cite; thief]

Debugging

Headword:
μόνοβας
Headword (normalized):
μόνοβας
Headword (normalized/stripped):
μονοβας
IDX:
57685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57686
Key:

Data

{'content': '[lexical cite; thief]'}