Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονία2
μονίας
μονικῶς
μόνιμος
μονιμότης
μονιός
μόνιππος
μόννος
μονοβαίας
μονοβάλανος
μονοβάμων
μόνοβας
μονόβαφος
μονόβιβλον
μονόβιβλος
μονοβολέω
μονόβολον
μονόβολος
μονογαμέω
μονογαμία
μονογάμματος
View word page
μονοβάμων
walking alone

ShortDef

walking alone

Debugging

Headword:
μονοβάμων
Headword (normalized):
μονοβάμων
Headword (normalized/stripped):
μονοβαμων
IDX:
57684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57685
Key:

Data

{'content': 'walking alone'}