Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονία
μονία2
μονίας
μονικῶς
μόνιμος
μονιμότης
μονιός
μόνιππος
μόννος
μονοβαίας
μονοβάλανος
μονοβάμων
μόνοβας
μονόβαφος
μονόβιβλον
μονόβιβλος
μονοβολέω
μονόβολον
μονόβολος
μονογαμέω
μονογαμία
View word page
μονοβάλανος
with one ward
ShortDef
with one ward
Debugging
Headword:
μονοβάλανος
Headword (normalized):
μονοβάλανος
Headword (normalized/stripped):
μονοβαλανος
IDX:
57683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57684
Key:
Data
{'content': 'with one ward'}