Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονθυλεύω
μονία
μονία2
μονίας
μονικῶς
μόνιμος
μονιμότης
μονιός
μόνιππος
μόννος
μονοβαίας
μονοβάλανος
μονοβάμων
μόνοβας
μονόβαφος
μονόβιβλον
μονόβιβλος
μονοβολέω
μονόβολον
μονόβολος
μονογαμέω
View word page
μονοβαίας
[lexical cite; thief]

ShortDef

[lexical cite; thief]

Debugging

Headword:
μονοβαίας
Headword (normalized):
μονοβαίας
Headword (normalized/stripped):
μονοβαιας
IDX:
57682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57683
Key:

Data

{'content': '[lexical cite; thief]'}