Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονήμερος
μονήρης
μονθυλεύω
μονία
μονία2
μονίας
μονικῶς
μόνιμος
μονιμότης
μονιός
μόνιππος
μόννος
μονοβαίας
μονοβάλανος
μονοβάμων
μόνοβας
μονόβαφος
μονόβιβλον
μονόβιβλος
μονοβολέω
μονόβολον
View word page
μόνιππος
one who uses a single horse, a horseman, rider

ShortDef

one who uses a single horse, a horseman, rider

Debugging

Headword:
μόνιππος
Headword (normalized):
μόνιππος
Headword (normalized/stripped):
μονιππος
IDX:
57680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57681
Key:

Data

{'content': 'one who uses a single horse, a horseman, rider'}