Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονημέριον
μονήμερος
μονήρης
μονθυλεύω
μονία
μονία2
μονίας
μονικῶς
μόνιμος
μονιμότης
μονιός
μόνιππος
μόννος
μονοβαίας
μονοβάλανος
μονοβάμων
μόνοβας
μονόβαφος
μονόβιβλον
μονόβιβλος
μονοβολέω
View word page
μονιός
solitary
ShortDef
solitary
Debugging
Headword:
μονιός
Headword (normalized):
μονιός
Headword (normalized/stripped):
μονιος
IDX:
57679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57680
Key:
Data
{'content': 'solitary'}