Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναισχυντοποιός
ἀναίσχυντος
ἀναίτητος
ἀναιτίατος
ἀναιτιολόγητος
ἀναίτιος
ἀναιχμάλωτος
ἀναιωρέω
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθαρμα
ἀνακάθαρσις
ἀνακαθαρτικός
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαινίζω
ἀνακαίνισις
ἀνακαινόω
ἀνακαίνωσις
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
View word page
ἀνακάθαρμα
rubbish, lumber
ShortDef
rubbish, lumber
Debugging
Headword:
ἀνακάθαρμα
Headword (normalized):
ἀνακάθαρμα
Headword (normalized/stripped):
ανακαθαρμα
IDX:
5767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5768
Key:
Data
{'content': 'rubbish, lumber'}