Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονήλατος
μονημέριον
μονήμερος
μονήρης
μονθυλεύω
μονία
μονία2
μονίας
μονικῶς
μόνιμος
μονιμότης
μονιός
μόνιππος
μόννος
μονοβαίας
μονοβάλανος
μονοβάμων
μόνοβας
μονόβαφος
μονόβιβλον
μονόβιβλος
View word page
μονιμότης
constancy, steadfastness

ShortDef

constancy, steadfastness

Debugging

Headword:
μονιμότης
Headword (normalized):
μονιμότης
Headword (normalized/stripped):
μονιμοτης
IDX:
57678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57679
Key:

Data

{'content': 'constancy, steadfastness'}