Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονερέτης
μονή
μονήλατος
μονημέριον
μονήμερος
μονήρης
μονθυλεύω
μονία
μονία2
μονίας
μονικῶς
μόνιμος
μονιμότης
μονιός
μόνιππος
μόννος
μονοβαίας
μονοβάλανος
μονοβάμων
μόνοβας
μονόβαφος
View word page
μονικῶς
[unknown meaning]

ShortDef

[unknown meaning]

Debugging

Headword:
μονικῶς
Headword (normalized):
μονικῶς
Headword (normalized/stripped):
μονικως
IDX:
57676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57677
Key:

Data

{'content': '[unknown meaning]'}