Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναισχυντογράφος
ἀναισχυντοποιός
ἀναίσχυντος
ἀναίτητος
ἀναιτίατος
ἀναιτιολόγητος
ἀναίτιος
ἀναιχμάλωτος
ἀναιωρέω
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθαρμα
ἀνακάθαρσις
ἀνακαθαρτικός
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαινίζω
ἀνακαίνισις
ἀνακαινόω
ἀνακαίνωσις
ἀνακαίω
View word page
ἀνακαθαίρω
to clear completely

ShortDef

to clear completely

Debugging

Headword:
ἀνακαθαίρω
Headword (normalized):
ἀνακαθαίρω
Headword (normalized/stripped):
ανακαθαιρω
IDX:
5766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5767
Key:

Data

{'content': 'to clear completely'}